- καλούμα
- καλούμα, η και καλούμπα, η(λ. ιταλ.), σπάγκος που χρησιμοποιείται για την ανύψωση χαρταετού: Μάζεψε την καλούμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλούμα — και καλούμπα, η ο σπόγγος που τυλίγεται γύρω από μικρό κομμάτι ξύλο και χρησιμοποιείται για την ανύψωση τών παιδικών χαρταετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma < κάλυμμα] … Dictionary of Greek
καλούμπα — η βλ. καλούμα … Dictionary of Greek
καλουμάρω — άρισα ή αρα, καλουμαρισμένος (λ. ιταλ.), αφήνω καλούμα ώστε να αυξηθεί το μήκος του σχοινιού ή της αλυσίδας που στο άκρο τους είναι δεμένη άγκυρα, βάρκα κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)